αποτρύω — ἀποτρύω κ. τρύχω κ. τρυχῶ, ( όω) (Α) [τρύω / τρύχω] 1. αφανίζω, εξαλείφω 2. καταπονώ, καταβάλλω … Dictionary of Greek
ἀποτρῦσαι — ἀποτρύω rub away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρύετ' — ἀποτρύ̱ετε , ἀποτρύω rub away pres imperat act 2nd pl ἀποτρύ̱ετε , ἀποτρύω rub away pres ind act 2nd pl ἀποτρύ̱εται , ἀποτρύω rub away pres ind mp 3rd sg ἀποτρύ̱ετο , ἀποτρύω rub away imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἀποτρύ̱ετε , ἀποτρύω rub… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτετρυμένον — ἀποτετρῡμένον , ἀποτρύω rub away perf part mp masc acc sg ἀποτετρῡμένον , ἀποτρύω rub away perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρυομένας — ἀποτρῡομένᾱς , ἀποτρύω rub away pres part mp fem acc pl ἀποτρῡομένᾱς , ἀποτρύω rub away pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετρύετο — ἀπετρύ̱ετο , ἀποτρύω rub away imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτετρυμένους — ἀποτετρῡμένους , ἀποτρύω rub away perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρυόμενος — ἀποτρῡόμενος , ἀποτρύω rub away pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρύειν — ἀποτρύ̱ειν , ἀποτρύω rub away pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρύεται — ἀποτρύ̱εται , ἀποτρύω rub away pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρύσας — ἀποτρύ̱σᾱς , ἀποτρύω rub away aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀποτρύσᾱς , ἀποτρύζω emit a sound aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)